Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰνίζομαι
αἰνικτήρ
αἰνικτήριος
αἰνικτής
αἰνικτός
αἴνιξις
Αἴνιος
αἰνίσσομαι
αἰνοβάκχευτος
Αἰνόβαρβος
αἰνοβίας
αἰνόγαμος
αἰνογένεθλος
αἰνογένειος
αἰνογίγας
αἰνογόνος
αἰνοδότειραι
αἰνόδρυπτος
αἰνοδρυφής
Αἰνόθεν
αἰνόθεν
View word page
αἰνοβίας
awefully strong
ShortDef
awefully strong
Debugging
Headword:
αἰνοβίας
Headword (normalized):
αἰνοβίας
Headword (normalized/stripped):
αινοβιας
IDX:
2190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2191
Key:
Data
{'content': 'awefully strong'}