Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
διάρροδος
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
διάρρους
View word page
διάρριψις
a scattering
ShortDef
a scattering
Debugging
Headword:
διάρριψις
Headword (normalized):
διάρριψις
Headword (normalized/stripped):
διαρριψις
IDX:
21908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21909
Key:
Data
{'content': 'a scattering'}