Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
διάρροδος
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
διάρρομβος
View word page
διαρριφή
casting about
ShortDef
casting about
Debugging
Headword:
διαρριφή
Headword (normalized):
διαρριφή
Headword (normalized/stripped):
διαρριφη
IDX:
21907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21908
Key:
Data
{'content': 'casting about'}