Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
διάρροδος
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
διαρρομβέομαι
View word page
διαρρίπτω
to cast
ShortDef
to cast
Debugging
Headword:
διαρρίπτω
Headword (normalized):
διαρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
διαρριπτω
IDX:
21906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21907
Key:
Data
{'content': 'to cast'}