Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
διάρροδος
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
διαρροΐζομαι
διαρροϊκός
View word page
διαρριπίζω
blow away, disperse

ShortDef

blow away, disperse

Debugging

Headword:
διαρριπίζω
Headword (normalized):
διαρριπίζω
Headword (normalized/stripped):
διαρριπιζω
IDX:
21905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21906
Key:

Data

{'content': 'blow away, disperse'}