Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
διάρροδος
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
View word page
διαρρινάω
file through

ShortDef

file through

Debugging

Headword:
διαρρινάω
Headword (normalized):
διαρρινάω
Headword (normalized/stripped):
διαρριναω
IDX:
21903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21904
Key:

Data

{'content': 'file through'}