Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
διάρροδος
View word page
διάρρηξις
tearing apart, rupture, separation
ShortDef
tearing apart, rupture, separation
Debugging
Headword:
διάρρηξις
Headword (normalized):
διάρρηξις
Headword (normalized/stripped):
διαρρηξις
IDX:
21899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21900
Key:
Data
{'content': 'tearing apart, rupture, separation'}