Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
διάρριψις
View word page
διαρρήκτης
plotter

ShortDef

plotter

Debugging

Headword:
διαρρήκτης
Headword (normalized):
διαρρήκτης
Headword (normalized/stripped):
διαρρηκτης
IDX:
21898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21899
Key:

Data

{'content': 'plotter'}