Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
διαρριφή
View word page
διαρρήδην
expressly, distinctly, explicitly
ShortDef
expressly, distinctly, explicitly
Debugging
Headword:
διαρρήδην
Headword (normalized):
διαρρήδην
Headword (normalized/stripped):
διαρρηδην
IDX:
21897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21898
Key:
Data
{'content': 'expressly, distinctly, explicitly'}