Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
διαρρίπτω
View word page
διαρρήγνυμι
to break through, cleave asunder
ShortDef
to break through, cleave asunder
Debugging
Headword:
διαρρήγνυμι
Headword (normalized):
διαρρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
διαρρηγνυμι
IDX:
21896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21897
Key:
Data
{'content': 'to break through, cleave asunder'}