Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
διαρριπίζω
View word page
διάρρηγμα
fragment
ShortDef
fragment
Debugging
Headword:
διάρρηγμα
Headword (normalized):
διάρρηγμα
Headword (normalized/stripped):
διαρρηγμα
IDX:
21895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21896
Key:
Data
{'content': 'fragment'}