Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
διαρρίνησις
View word page
διαρρέω
to flow through
ShortDef
to flow through
Debugging
Headword:
διαρρέω
Headword (normalized):
διαρρέω
Headword (normalized/stripped):
διαρρεω
IDX:
21894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21895
Key:
Data
{'content': 'to flow through'}