Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρραγή
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
διαρρινάω
View word page
διαρρέπω
oscillate: halt in one's gait
ShortDef
oscillate: halt in one's gait
Debugging
Headword:
διαρρέπω
Headword (normalized):
διαρρέπω
Headword (normalized/stripped):
διαρρεπω
IDX:
21893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21894
Key:
Data
{'content': "oscillate: halt in one's gait"}