Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρπάζω
διαρραγή
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
διάρριμμα
View word page
διαρρέμβομαι
dawdle
ShortDef
dawdle
Debugging
Headword:
διαρρέμβομαι
Headword (normalized):
διαρρέμβομαι
Headword (normalized/stripped):
διαρρεμβομαι
IDX:
21892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21893
Key:
Data
{'content': 'dawdle'}