Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραγή
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
διάρρησις
διαρρικνόομαι
View word page
διαρραχίζω
carve

ShortDef

carve

Debugging

Headword:
διαρραχίζω
Headword (normalized):
διαρραχίζω
Headword (normalized/stripped):
διαρραχιζω
IDX:
21891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21892
Key:

Data

{'content': 'carve'}