Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάρουρον
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραγή
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
διάρρηξις
View word page
διαρράπτω
sew through

ShortDef

sew through

Debugging

Headword:
διαρράπτω
Headword (normalized):
διαρράπτω
Headword (normalized/stripped):
διαρραπτω
IDX:
21889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21890
Key:

Data

{'content': 'sew through'}