Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρόγχαι
διάρουρον
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραγή
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
διάρρηγμα
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διαρρήκτης
View word page
διαρραπτέον
one must insert a suture

ShortDef

one must insert a suture

Debugging

Headword:
διαρραπτέον
Headword (normalized):
διαρραπτέον
Headword (normalized/stripped):
διαρραπτεον
IDX:
21888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21889
Key:

Data

{'content': 'one must insert a suture'}