Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρκούντως
δίαρμα
διαρμόζω
διαρνέομαι
διαρόγχαι
διάρουρον
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραγή
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
διαρρέω
View word page
διαρραίνω
sprinkle
ShortDef
sprinkle
Debugging
Headword:
διαρραίνω
Headword (normalized):
διαρραίνω
Headword (normalized/stripped):
διαρραινω
IDX:
21884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21885
Key:
Data
{'content': 'sprinkle'}