Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρκής
διαρκούντως
δίαρμα
διαρμόζω
διαρνέομαι
διαρόγχαι
διάρουρον
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραγή
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
διαρρέπω
View word page
διαρραγή
tearing apart
ShortDef
tearing apart
Debugging
Headword:
διαρραγή
Headword (normalized):
διαρραγή
Headword (normalized/stripped):
διαρραγη
IDX:
21883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21884
Key:
Data
{'content': 'tearing apart'}