Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρκέω
διαρκής
διαρκούντως
δίαρμα
διαρμόζω
διαρνέομαι
διαρόγχαι
διάρουρον
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραγή
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
διαρρέμβομαι
View word page
διαρπάζω
to tear in pieces
ShortDef
to tear in pieces
Debugging
Headword:
διαρπάζω
Headword (normalized):
διαρπάζω
Headword (normalized/stripped):
διαρπαζω
IDX:
21882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21883
Key:
Data
{'content': 'to tear in pieces'}