Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάρκεια
διαρκέω
διαρκής
διαρκούντως
δίαρμα
διαρμόζω
διαρνέομαι
διαρόγχαι
διάρουρον
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραγή
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
διαρραπτέον
διαρράπτω
διαρραφή
διαρραχίζω
View word page
διαρπαγή
plundering

ShortDef

plundering

Debugging

Headword:
διαρπαγή
Headword (normalized):
διαρπαγή
Headword (normalized/stripped):
διαρπαγη
IDX:
21881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21882
Key:

Data

{'content': 'plundering'}