Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰνιγματοποιός
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτήρ
αἰνικτήριος
αἰνικτής
αἰνικτός
αἴνιξις
Αἴνιος
αἰνίσσομαι
αἰνοβάκχευτος
Αἰνόβαρβος
αἰνοβίας
αἰνόγαμος
αἰνογένεθλος
αἰνογένειος
αἰνογίγας
αἰνογόνος
αἰνοδότειραι
αἰνόδρυπτος
View word page
αἰνίσσομαι
to speak in riddles

ShortDef

to speak in riddles

Debugging

Headword:
αἰνίσσομαι
Headword (normalized):
αἰνίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
αινισσομαι
IDX:
2187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2188
Key:

Data

{'content': 'to speak in riddles'}