Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάρινον
διάριον
διαριστάομαι
διαριστεύομαι
διάρκεια
διαρκέω
διαρκής
διαρκούντως
δίαρμα
διαρμόζω
διαρνέομαι
διαρόγχαι
διάρουρον
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραγή
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
διαρραπίζω
View word page
διαρνέομαι
deny

ShortDef

deny

Debugging

Headword:
διαρνέομαι
Headword (normalized):
διαρνέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαρνεομαι
IDX:
21877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21878
Key:

Data

{'content': 'deny'}