Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρίθμησις
διάρινον
διάριον
διαριστάομαι
διαριστεύομαι
διάρκεια
διαρκέω
διαρκής
διαρκούντως
δίαρμα
διαρμόζω
διαρνέομαι
διαρόγχαι
διάρουρον
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραγή
διαρραίνω
διαρραίω
διάρραμμα
View word page
διαρμόζω
to distribute in various places, dispose

ShortDef

to distribute in various places, dispose

Debugging

Headword:
διαρμόζω
Headword (normalized):
διαρμόζω
Headword (normalized/stripped):
διαρμοζω
IDX:
21876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21877
Key:

Data

{'content': 'to distribute in various places, dispose'}