Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαρθρωτικός
διαριθμέω
διαρίθμησις
διάρινον
διάριον
διαριστάομαι
διαριστεύομαι
διάρκεια
διαρκέω
διαρκής
διαρκούντως
δίαρμα
διαρμόζω
διαρνέομαι
διαρόγχαι
διάρουρον
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραγή
διαρραίνω
View word page
διαρκούντως
sufficiently

ShortDef

sufficiently

Debugging

Headword:
διαρκούντως
Headword (normalized):
διαρκούντως
Headword (normalized/stripped):
διαρκουντως
IDX:
21874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21875
Key:

Data

{'content': 'sufficiently'}