Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
διαρίθμησις
διάρινον
διάριον
διαριστάομαι
διαριστεύομαι
διάρκεια
διαρκέω
διαρκής
διαρκούντως
δίαρμα
διαρμόζω
διαρνέομαι
διαρόγχαι
διάρουρον
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
διαρραγή
View word page
διαρκής
quite sufficient
ShortDef
quite sufficient
Debugging
Headword:
διαρκής
Headword (normalized):
διαρκής
Headword (normalized/stripped):
διαρκης
IDX:
21873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21874
Key:
Data
{'content': 'quite sufficient'}