Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
διαρίθμησις
διάρινον
διάριον
διαριστάομαι
διαριστεύομαι
διάρκεια
διαρκέω
διαρκής
διαρκούντως
δίαρμα
διαρμόζω
διαρνέομαι
διαρόγχαι
διάρουρον
διαρόω
διαρπαγή
διαρπάζω
View word page
διαρκέω
to have full strength, be quite sufficient
ShortDef
to have full strength, be quite sufficient
Debugging
Headword:
διαρκέω
Headword (normalized):
διαρκέω
Headword (normalized/stripped):
διαρκεω
IDX:
21872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21873
Key:
Data
{'content': 'to have full strength, be quite sufficient'}