Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαραπισμός
διαράσσω
διάργεμος
διάρδω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
διαρίθμησις
διάρινον
διάριον
διαριστάομαι
διαριστεύομαι
διάρκεια
διαρκέω
διαρκής
διαρκούντως
δίαρμα
διαρμόζω
διαρνέομαι
View word page
διάρινον
mustard

ShortDef

mustard

Debugging

Headword:
διάρινον
Headword (normalized):
διάρινον
Headword (normalized/stripped):
διαρινον
IDX:
21867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21868
Key:

Data

{'content': 'mustard'}