Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπυρσεύω
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
διαπωρόομαι
διαράομαι
διαραπισμός
διαράσσω
διάργεμος
διάρδω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
διαρίθμησις
διάρινον
διάριον
διαριστάομαι
διαριστεύομαι
View word page
διάρδω
water, irrigate
ShortDef
water, irrigate
Debugging
Headword:
διάρδω
Headword (normalized):
διάρδω
Headword (normalized/stripped):
διαρδω
IDX:
21860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21861
Key:
Data
{'content': 'water, irrigate'}