Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
διαπωρόομαι
διαράομαι
διαραπισμός
διαράσσω
διάργεμος
διάρδω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
διαρίθμησις
διάρινον
διάριον
View word page
διαράσσω
to strike through

ShortDef

to strike through

Debugging

Headword:
διαράσσω
Headword (normalized):
διαράσσω
Headword (normalized/stripped):
διαρασσω
IDX:
21858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21859
Key:

Data

{'content': 'to strike through'}