Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
διαπωρόομαι
διαράομαι
διαραπισμός
διαράσσω
διάργεμος
διάρδω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
διαρίθμησις
διάρινον
View word page
διαραπισμός
scourging

ShortDef

scourging

Debugging

Headword:
διαραπισμός
Headword (normalized):
διαραπισμός
Headword (normalized/stripped):
διαραπισμος
IDX:
21857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21858
Key:

Data

{'content': 'scourging'}