Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπυρόομαι
διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
διαπωρόομαι
διαράομαι
διαραπισμός
διαράσσω
διάργεμος
διάρδω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
διαρίθμησις
View word page
διαράομαι
curse
ShortDef
curse
Debugging
Headword:
διαράομαι
Headword (normalized):
διαράομαι
Headword (normalized/stripped):
διαραομαι
IDX:
21856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21857
Key:
Data
{'content': 'curse'}