Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
διαπωρόομαι
διαράομαι
διαραπισμός
διαράσσω
διάργεμος
διάρδω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
διαριθμέω
View word page
διαπωρόομαι
form a callus thoroughly

ShortDef

form a callus thoroughly

Debugging

Headword:
διαπωρόομαι
Headword (normalized):
διαπωρόομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπωροομαι
IDX:
21855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21856
Key:

Data

{'content': 'form a callus thoroughly'}