Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπυρίζω
διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
διαπωρόομαι
διαράομαι
διαραπισμός
διαράσσω
διάργεμος
διάρδω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
διαρθρωτικός
View word page
διαπωλέω
to sell publicly

ShortDef

to sell publicly

Debugging

Headword:
διαπωλέω
Headword (normalized):
διαπωλέω
Headword (normalized/stripped):
διαπωλεω
IDX:
21854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21855
Key:

Data

{'content': 'to sell publicly'}