Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
διαπωρόομαι
διαράομαι
διαραπισμός
διαράσσω
διάργεμος
διάρδω
διαρθρόω
διάρθρωσις
διαρθρωτέον
View word page
διαπυτίζω
spirt
ShortDef
spirt
Debugging
Headword:
διαπυτίζω
Headword (normalized):
διαπυτίζω
Headword (normalized/stripped):
διαπυτιζω
IDX:
21853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21854
Key:
Data
{'content': 'spirt'}