Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπυνθάνομαι
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
διαπωρόομαι
διαράομαι
διαραπισμός
διαράσσω
διάργεμος
διάρδω
View word page
διαπυρσεύω
to throw a light over

ShortDef

to throw a light over

Debugging

Headword:
διαπυρσεύω
Headword (normalized):
διαπυρσεύω
Headword (normalized/stripped):
διαπυρσευω
IDX:
21850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21851
Key:

Data

{'content': 'to throw a light over'}