Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διαπυκτεύω
διαπύλιον
διαπυνθάνομαι
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
διαπωλέω
View word page
διαπυρίζω
heat thoroughly

ShortDef

heat thoroughly

Debugging

Headword:
διαπυρίζω
Headword (normalized):
διαπυρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαπυριζω
IDX:
21844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21845
Key:

Data

{'content': 'heat thoroughly'}