Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπυέω
διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διαπυκτεύω
διαπύλιον
διαπυνθάνομαι
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρωσις
διάπυστος
διαπυτίζω
View word page
διαπυριάομαι
to be thoroughly heated

ShortDef

to be thoroughly heated

Debugging

Headword:
διαπυριάομαι
Headword (normalized):
διαπυριάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπυριαομαι
IDX:
21843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21844
Key:

Data

{'content': 'to be thoroughly heated'}