Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπτωσις
διαπυέω
διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διαπυκτεύω
διαπύλιον
διαπυνθάνομαι
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
διαπυρσεύω
διαπύρωσις
διάπυστος
View word page
διαπυόω
suppurate

ShortDef

suppurate

Debugging

Headword:
διαπυόω
Headword (normalized):
διαπυόω
Headword (normalized/stripped):
διαπυοω
IDX:
21842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21843
Key:

Data

{'content': 'suppurate'}