Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπτυχή
διαπτύω
διάπτωμα
διάπτωσις
διαπυέω
διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διαπυκτεύω
διαπύλιον
διαπυνθάνομαι
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
διάπυρρος
View word page
διαπύλιον
gate-toll

ShortDef

gate-toll

Debugging

Headword:
διαπύλιον
Headword (normalized):
διαπύλιον
Headword (normalized/stripped):
διαπυλιον
IDX:
21839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21840
Key:

Data

{'content': 'gate-toll'}