Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διάπτωμα
διάπτωσις
διαπυέω
διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διαπυκτεύω
διαπύλιον
διαπυνθάνομαι
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
διαπυρπαλαμάω
View word page
διαπυκτεύω
to spar, fight with

ShortDef

to spar, fight with

Debugging

Headword:
διαπυκτεύω
Headword (normalized):
διαπυκτεύω
Headword (normalized/stripped):
διαπυκτευω
IDX:
21838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21839
Key:

Data

{'content': 'to spar, fight with'}