Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάπτυξις
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διάπτωμα
διάπτωσις
διαπυέω
διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διαπυκτεύω
διαπύλιον
διαπυνθάνομαι
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
διαπύρινα
διαπυρόομαι
διάπυρος
View word page
διαπυΐσκομαι
suppurate throughout

ShortDef

suppurate throughout

Debugging

Headword:
διαπυΐσκομαι
Headword (normalized):
διαπυΐσκομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπυισκομαι
IDX:
21837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21838
Key:

Data

{'content': 'suppurate throughout'}