Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτοιέω
διάπτυξις
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διάπτωμα
διάπτωσις
διαπυέω
διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διαπυκτεύω
διαπύλιον
διαπυνθάνομαι
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
διαπυρίζω
View word page
διαπύημα
collection of pus
ShortDef
collection of pus
Debugging
Headword:
διαπύημα
Headword (normalized):
διαπύημα
Headword (normalized/stripped):
διαπυημα
IDX:
21834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21835
Key:
Data
{'content': 'collection of pus'}