Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπτίσσω
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτοιέω
διάπτυξις
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διάπτωμα
διάπτωσις
διαπυέω
διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διαπυκτεύω
διαπύλιον
διαπυνθάνομαι
διάπυος
διαπυόω
διαπυριάομαι
View word page
διαπυέω
suppurate

ShortDef

suppurate

Debugging

Headword:
διαπυέω
Headword (normalized):
διαπυέω
Headword (normalized/stripped):
διαπυεω
IDX:
21833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21834
Key:

Data

{'content': 'suppurate'}