Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπτερόω
διαπτερύσσομαι
διαπτέρωσις
διαπτίσσω
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτοιέω
διάπτυξις
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διάπτωμα
διάπτωσις
διαπυέω
διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διαπυκτεύω
διαπύλιον
διαπυνθάνομαι
View word page
διαπτύω
to spit upon

ShortDef

to spit upon

Debugging

Headword:
διαπτύω
Headword (normalized):
διαπτύω
Headword (normalized/stripped):
διαπτυω
IDX:
21830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21831
Key:

Data

{'content': 'to spit upon'}