Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπταίω
διαπτερόω
διαπτερύσσομαι
διαπτέρωσις
διαπτίσσω
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτοιέω
διάπτυξις
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διάπτωμα
διάπτωσις
διαπυέω
διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διαπυκτεύω
διαπύλιον
View word page
διαπτυχή
a fold, folding leaf

ShortDef

a fold, folding leaf

Debugging

Headword:
διαπτυχή
Headword (normalized):
διαπτυχή
Headword (normalized/stripped):
διαπτυχη
IDX:
21829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21830
Key:

Data

{'content': 'a fold, folding leaf'}