Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπρύσιος
διαπταίω
διαπτερόω
διαπτερύσσομαι
διαπτέρωσις
διαπτίσσω
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτοιέω
διάπτυξις
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διάπτωμα
διάπτωσις
διαπυέω
διαπύημα
διαπύησις
διαπυητικός
διαπυΐσκομαι
διαπυκτεύω
View word page
διαπτύσσω
to open and spread out, to unfold, disclose
ShortDef
to open and spread out, to unfold, disclose
Debugging
Headword:
διαπτύσσω
Headword (normalized):
διαπτύσσω
Headword (normalized/stripped):
διαπτυσσω
IDX:
21828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21829
Key:
Data
{'content': 'to open and spread out, to unfold, disclose'}