Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαπρίωσις
διαπρό
διαπροστατεύω
διαπρύσιον
διαπρύσιος
διαπταίω
διαπτερόω
διαπτερύσσομαι
διαπτέρωσις
διαπτίσσω
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτοιέω
διάπτυξις
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διάπτωμα
διάπτωσις
διαπυέω
διαπύημα
View word page
διαπτοέω
to scare away, startle and strike with panic, fear

ShortDef

to scare away, startle and strike with panic, fear

Debugging

Headword:
διαπτοέω
Headword (normalized):
διαπτοέω
Headword (normalized/stripped):
διαπτοεω
IDX:
21824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21825
Key:

Data

{'content': 'to scare away, startle and strike with panic, fear'}