Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπρέσβευσις
διαπρήσσω
διάπριστος
διαπρίω
διαπρίωσις
διαπρό
διαπροστατεύω
διαπρύσιον
διαπρύσιος
διαπταίω
διαπτερόω
διαπτερύσσομαι
διαπτέρωσις
διαπτίσσω
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτοιέω
διάπτυξις
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
View word page
διαπτερόω
clean with
ShortDef
clean with
Debugging
Headword:
διαπτερόω
Headword (normalized):
διαπτερόω
Headword (normalized/stripped):
διαπτεροω
IDX:
21820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21821
Key:
Data
{'content': 'clean with'}