Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαπρεσβεύομαι
διαπρέσβευσις
διαπρήσσω
διάπριστος
διαπρίω
διαπρίωσις
διαπρό
διαπροστατεύω
διαπρύσιον
διαπρύσιος
διαπταίω
διαπτερόω
διαπτερύσσομαι
διαπτέρωσις
διαπτίσσω
διαπτοέω
διαπτόησις
διαπτοιέω
διάπτυξις
διαπτύσσω
διαπτυχή
View word page
διαπταίω
to stutter much
ShortDef
to stutter much
Debugging
Headword:
διαπταίω
Headword (normalized):
διαπταίω
Headword (normalized/stripped):
διαπταιω
IDX:
21819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21820
Key:
Data
{'content': 'to stutter much'}